φιλανδέζικος

φιλανδέζικος
-η, -ο
βλ. φιλανδικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλανδικός — φιλανδικός, ή, ό και φιλανδέζικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φιλανδία ή τους Φιλανδούς, που είναι της Φιλανδίας, που προέρχεται από αυτή: Φιλανδική ξυλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”